Μπουρζ

Μπουρζ
(Bourges). Πόλη (περ. 70.000 κάτ.) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σερ, 220 χλμ. από το Παρίσι. Είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη ονομαζόταν Αβάρικουμ. Χτισμένη σε θέση με εξαιρετικά στρατηγικά πλεονεκτήματα, πολιορκήθηκε το 52 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα και, αργότερα, έγινε πρωτεύουσα της Ακουιτανίας. Τελικά αποτέλεσε τμήμα του γαλλικού βασιλείου και ένα από τα σημαντικότερα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • σερ — (Cher). Νομός της Γαλλίας (έκτ. 7.235 τ. χλμ., 321.900 κάτ.) με πρωτεύουσα την πόλη Μπουρζ (Bourges). Ο νομός είναι καθαρά αγροτικός. Υπάρχουν εκεί μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένες με σιτηρά, καθώς και αμπελώνες που παράγουν εκλεκτό κρασί.… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Βαρθολομαίου, νύχτα — Έτσι ονομάστηκε στη γαλλική ιστορία η νύχτα της 23ης προς την 24η Αυγούστου 1572 (γιορτή του Αγίου Βαρθολομαίου), κατά την oποία άρχισαν στο Παρίσι φοβερές σφαγές των Ουγενότων (ονομασία των διαμαρτυρομένων στη Γαλλία). Μετά τη συνθήκη του Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Ζιραρντέν, Εμίλ ντε- — (Émile de Girardin, 1806 – 1881). Γάλλος δημοσιογράφος και πολιτικός. Διηύθυνε την έκδοση των περιοδικών Μόδα, Εφημερίδα των ωφέλιμων γνώσεων και Φιλολογικό πάνθεον και ίδρυσε το 1836 την εφημερίδα Ο Τύπος, η οποία, χάρη στη χαμηλή τιμή της,… …   Dictionary of Greek

  • καρλιστές — Οπαδοί ενός πολιτικού κινήματος στην Ισπανία του 19ου 20ού αι., του καρλισμού, που υποστηριζόταν από τον συντηρητικό κλήρο, τους αριστοκράτες και μια κατηγορία ανώτατων αξιωματικών. Αρχικά αυτή την ονομασία έφεραν οι υποστηρικτές του Δον Κάρλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”